- διαμμοιρηδά
- διαμμοιρηδάSee also: s. μοῖραPage in Frisk: 1,386
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
διαμμοιρηδά — (Α) επίρρ. χωρίζοντας στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μοίρα + (επίθημα) ηδά που υπάρχει και στον τ. αγεληδά «κατά αγέλες» (πρβλ. και αγεληδόν), ο δε διπλασιασμός τού μ αναλογικά προς το άμμορος] … Dictionary of Greek
διαμμοιρηδά — dividing in twain indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)